- ενδρομίς
- (-ίδος) η воен, сапог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐνδρομίς — high shoe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδρομίς — η (Α ἐνδρομίς) νεοελλ. 1. υψηλό υπόδημα, μπότα τών αξιωματικών τού ιππικού 2. λεπιδόπτερο ημερόβιο έντομο αρχ. 1. υπόδημα τών κυνηγών 2. βαρύς επενδύτης για να μην κρυολογήσουν (συνήθως οι αθλητές) ενώ ήταν ιδρωμένοι 3. ως επίθ. κατάλληλος για… … Dictionary of Greek
ἐνδρομίδας — ἐνδρομίς high shoe fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδρομίδες — ἐνδρομίς high shoe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδρομίδος — ἐνδρομίς high shoe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ENDROMIS — vestimentum fuit Chlaenae non dissimile, pingue, villosum densumqueve, cuius in palaestra praecipuus usus. Tertull. de Pallio, ubi de Cleomacho loquitur, qui ex pugile, turpiore palaestra, intercutitus factus erat: Utique, inquit, sicut vestigia… … Hofmann J. Lexicon universale
αντρομίδα — η πολύχρωμο μάλλινο στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ενδρομίς ( ίδος) «ένδυμα λουτρού, είδος παπουτσιού»] … Dictionary of Greek